Υποχρέωση Λογοδοσίας σε Ξενοδοχείο της Ρόδου: Διαχείριση κοινού ακινήτου-Υποχρέωση λογοδοσίας (ΠΠρΡοδ 41/2023)
Δεκτή κρίθηκε από το Πολυμελές Πρωτοδικείο Ρόδου η αγωγή λογοδοσίας του ενάγοντος κατά πρώην συζύγου του σχετικά με τη διαχείριση ξενοδοχειακής μονάδας εντός κοινού ακινήτου (ΠΠρΡοδ 41/2023).
Με την απόφαση αυτή το δικαστήριο τάσσει στην εναγόμενη προθεσμία 3 μηνών από την επίδοση της απόφασης, εντός της οποίας αυτή υποχρεούται να καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου λογαριασμό, που να περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων από τη διαχείριση της ξενοδοχειακής μονάδας, με την αναφορά και της αιτίας αυτών καθώς και το εξ αυτής προκύπτον κατάλοιπο, επισυνάπτοντας ταυτοχρόνως όλα τα δικαιολογητικά έγγραφα της διαχείρισης αυτής.
Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το οποίο στηρίχθηκε στη διάταξη του άρθρου 303 ΑΚ, όποιος έχει τη διαχείριση μιας ολικά ή μερικά ξένης υπόθεσης, έχει υποχρέωση να λογοδοτήσει, ανακοινώνοντας εγγράφως στον δεξίλογο λογαριασμό που περιέχει αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων, καθώς και το κατάλοιπο που προκύπτει από τη διαφορά των δύο σκελών του λογαριασμού και να επισυνάψει τα δικαιολογητικά, εφόσον συνηθίζονται.
Εάν ο δοσίλογος δεν προβεί εξωδίκως στην υποχρέωσή του αυτή ή δεν προβεί σε αυτήν σαφώς, ορισμένα και συγκεκριμένα, δικαιούται ο δεξίλογος να επιδιώξει την εκπλήρωση της υποχρέωσης για ανακοίνωση του λογαριασμού με αγωγή. Υποχρέωση για λογοδοσία μπορεί να γεννηθεί από οποιαδήποτε σχέση, ακόμα και από την de facto διαχείριση. Στην αγωγή λογοδοσίας μπορεί να σωρευτεί αίτημα για καταβολή του καταλοίπου (χωρίς να προσδιορίζεται απαραίτητα το ύψος του) και αίτημα για καταβολή ορισμένου ελλείμματος σε περίπτωση που δεν κατατεθεί εμπρόθεσμα ο λογαριασμός, με την επίκληση συγκεκριμένων περιστατικών που να δικαιολογούν την επιδίκασή του.
Αν ο εναγόμενος δεν καταθέσει το λογαριασμό εντός της ταχθείσας προθεσμίας, ή αν ο λογαριασμός δεν αναφέρει λεπτομερώς τα μερικότερα κονδύλια, η απόφαση που έχει εκδοθεί γίνεται οριστική από την παρέλευση της προθεσμίας που ορίστηκε ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας και την υποχρέωση για καταβολή του πιθανολογούμενου ελλείματος ή καταλοίπου. Αν ο εναγόμενος συμμορφωθεί προς την απόφαση και καταθέσει λογαριασμό ή κατάλογο με όλα τα σχετικά έγγραφα, η δίκη προχωρεί σε δεύτερο στάδιο, κατά το οποίο επιδιώκεται η εξακρίβωση του αποτελέσματος.
Περαιτέρω, το δικαστήριο στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 304 ΑΚ, κατά την οποία όποιος έχει υποχρέωση να αποδώσει ομάδα αντικειμένων ή να δώσει πληροφορίες για αυτήν, οφείλει να εγχειρίσει στον δικαιούχο γραπτό, σαφή και αναλυτικό κατάλογο των στοιχείων της ομάδας, υποχρέωση που δεν ταυτίζεται με την υποχρέωση λογοδοσίας αλλά σωρεύεται παραδεκτά με αυτήν. Αναφέρεται δε στις διατάξεις του ΑΚ για την αποκλειστική χρήση κοινού πράγματος από κοινωνό, κατά τις οποίες οι υπόλοιποι κοινωνοί δικαιούνται να απαιτήσουν από αυτόν την ωφέλεια που αποκόμισε από την αποκλειστική αυτή χρήση, η οποία είναι ισοδύναμη, αναφορικά με αστικό ακίνητο, με τη μισθωτική αξία των μερίδων των κοινωνών κατά το χρόνο αποκλειστικής χρήσης.
Σύμφωνα με το ιστορικό της διαφοράς, οι διάδικοι συνήψαν γάμο το έτος 1986 και κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους απέκτησαν κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου έκαστος, το ¼ αγρού ενώ, με τη σύμπραξη των υπολοίπων συνιδιοκτητών, προέβησαν σε πράξη σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και το 1991, σε ανέγερση ξενοδοχειακής μονάδας εντός αυτού.
Η ξενοδοχειακή μονάδα κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου τους λειτουργούσε στο όνομα της εναγόμενης, ωστόσο οι διάδικοι είχαν από κοινού την τακτική διαχείριση. Το έτος 2013 διασπάστηκε η έγγαμη συμβίωσή τους και συμφωνήθηκε η εναγόμενη να αναλάβει τη διαχείριση του ξενοδοχείου. Με εξώδικη δήλωσή του το έτος 2015 ο ενάγων παραχώρησε τη χρήση του ξενοδοχείου στην εναγόμενη ζητώντας από αυτήν την καταβολή μισθώματος, για τη χρήση του ιδανικού του μεριδίου.
Μετά από πολύχρονες δικαστικές διαμάχες, το έτος 2020 εκδόθηκε απόφαση του Εφετείου Δωδεκανήσου, με την οποία η εναγόμενη διορίστηκε διαχειρίστρια του ακινήτου εντός του οποίου βρίσκεται η ξενοδοχειακή μονάδα, με την αρμοδιότητα μεταξύ άλλων να εσιπράττει το μίσθωμα από την εκμετάλλευσή του και να αποδίδει στον ενάγοντα το ποσοστό που αναλογεί στο μερίδιό του, αφαιρούμενων των δαπανών και των οφειλών, πράγμα που προαποδεικνύει, κατά το δικαστήριο, την υποχρέωσή της για λογοδοσία για την εκ μέρους της διαχείριση, η οποία προκύπτει από τη μεταξύ τους σχέση κοινωνίας.
Το έτος 2021 ο ενάγων την όχλησε ξανά εξωδίκως, ζητώντας αντιπαράθεση των εσόδων και των εξόδων κατά τη διαχειριστική περίοδο 2015-2021, αιτιολόγηση κάθε πράξης διαχείρισης, πλήρη κατάλογο της ομάδας αντικειμένων/περιουσίας και σύνολο των πεπραγμένων αναφορικά με τις αποφάσεις της για τη διαχείριση του κοινού. Ωστόσο, η εναγόμενη ουδέποτε αποκρίθηκε.
Το δικαστήριο έκρινε επαρκώς πλήρη την ιστορική βάση της αγωγής, καταφάσκοντας ότι ήδη από το έτος 2013 η εναγόμενη τυγχάνει μοναδική διαχειρίστρια του ακινήτου, αρχικά ως de facto και μετέπειτα δυνάμει της απόφασης του Εφετείου, διαχειριζόμενη έτσι ολικά ή μερικά, ξένη υπόθεση η οποία συνεπάγεται εισπράξεις και δαπάνες.
Όμως, η εναγόμενη κατά την απόφαση του δικαστηρίου, ουδόλως συνέπραξε, προβαίνοντας στην απαραίτητη εκ του νόμου εξώδικη λογοδοσία και παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του ενάγοντος προς αυτό, στη χορήγηση στοιχείων για την ακριβή οικονομική κατάσταση της ξενοδοχειακής μονάδας και τις πράξεις διαχείρισής της.
Απορρίπτοντας όλες τις σχετικές ενστάσεις της εναγόμενης, περί αοριστίας, παραγραφής και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, το δικαστήριο υποχρεώνει την εναγόμενη, να καταθέσει στη Γραμματεία του Δικαστηρίου εντός τριών (3) μηνών λογαριασμό, που θα περιέχει αντιπαράθεση εσόδων και εξόδων από τη διαχείριση της ξενοδοχειακής μονάδας με την αναφορά και της αιτίας αυτών καθώς και το εξ αυτής προκύπτον κατάλοιπο, για το χρονικό διάστημα από 01-01-2015 έως την άσκηση της αγωγής, καθώς επίσης και τα δικαιολογητικά από τη διαχείριση αυτή, καταδικάζοντας την εναγόμενη στα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος και κρίνοντας νόμιμο και το αίτημα του ενάγοντος για καταβολή του καταλοίπου, το οποίο θα εξεταστεί σε επόμενο στάδιο της δίκης. Καταδικάζει δε την εναγόμενη, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, σε χρηματική ποινή τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ και προσωπική κράτηση τριών (3) μηνών.
Την υπόθεση χειρίστηκε για λογαριασμό του ενάγοντος και του δικηγορικού γραφείου Μ. Τεχνίτης & Συνεργάτες ο δικηγόρος κ. Μάνος Τεχνίτης.